αντιάω — ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί] 1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά 2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον 3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ 4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία 5.μετέχω… … Dictionary of Greek
αναμετρώ — ( άς, ά, κτλ.), ησα, ήθηκα, ημένος 1. μτβ., υπολογίζω, σταθμίζω: Αναμέτρησε τους κινδύνους κι αποφάσισε να μη δανειστεί τα χρήματα που του πρόσφερε. 2. το μέσ., αναμετριέμαι αμτβ., συναγωνίζομαι, αμιλλιέμαι: Αναμετριόταν μονάχα με τους καλύτερούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρώ — μέτρησα, μετρήθηκα, μετρημένος 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση, την αξία κτλ. ενός πράγματος σε σχέση με ένα μέτρο: Μέτρησε το βάρος των εμπορευμάτων. 2. αριθμώ, απαριθμώ: Το παιδί μου έμαθε να μετρά ως το είκοσι. 3. υπολογίζω, σταθμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβγαίνω — παραβγήκα, αμτβ. 1. βγαίνω, κυκλοφορώ πολύ έξω: Παραβγαίνεις τα βράδια, και θα σου τύχει κανένα κακό. 2. συναγωνίζομαι, αναμετριέμαι με κάποιον: Ο δάσκαλος έβαλε δυο μαθητές να παραβγούν στο τρέξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)